γοργοκίνητος

γοργοκίνητος
-η, -ο
αυτός που κινείται γρήγορα, ο ευκίνητος: Γοργοκίνητα αμάξια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γοργοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + κινητός < κινούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γεώργιο Παράσχο] …   Dictionary of Greek

  • ανεμόπτερος — ἀνεμόπτερος, ον (Μ) εκείνος που τρέχει γρήγορα όπως ο άνεμος, γοργοκίνητος …   Dictionary of Greek

  • ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… …   Dictionary of Greek

  • ταχυκίνητος — η, ο / ταχυκίνητος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυ κίνητος] …   Dictionary of Greek

  • ταχυκίνητος — η, ο αυτός που κινείται γρήγορα, ευκίνητος, γοργοκίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχύς, -εία, -ύ — 1. γρήγορος, γοργοκίνητος, βιαστικός: Είναι ταχύς στη δουλειά του. 2. συχνότερος: Ταχύς σφυγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”